- καλονάρχος
- βλ. κανονάρχης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek
καλονάρχης — και καλονάρχος, ο 1. βοηθός ψάλτη, κανονάρχης 2. αυτός που υποβάλλει, που υπαγορεύει κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek
κανονάρχης — και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος) βοηθός τού ψάλτη, που τού υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων νεοελλ. μσν. μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής … Dictionary of Greek
κανονάρχος — ο (Μ κανονάρχος και καλονάρχος) βλ. κανονάρχης … Dictionary of Greek